ραιστηρ

ραιστηρ
    ῥαιστήρ
    -ῆρος ὅ
    

(Hom. ἥ) молоток, молот Hom., Aesch., Plut., Anth.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ραιστηρ" в других словарях:

  • ῥαιστήρ — smasher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραιστήρ — ῆρος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που συντρίβει, συνθλίβει κάτι, δηλ. η σφύρα, το σφυρί 2. καταστροφέας, εξολοθρευτής («δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα τήρ (πρβλ. οικισ τήρ). Το θηλυκό …   Dictionary of Greek

  • ῥαιστῆρα — ῥαιστήρ smasher masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρας — ῥαιστήρ smasher masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρες — ῥαιστήρ smasher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρι — ῥαιστήρ smasher masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρος — ῥαιστήρ smasher masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρσι — ῥαιστήρ smasher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρσιν — ῥαιστήρ smasher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστήρων — ῥαιστήρ smasher masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραίω — Α (ποιητ. τ.) 1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.) 2. προκαλώ ναυάγιο 3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω 4. παθ. ῥαίομαι καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι 5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος ναυαγός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»